- στρεπτίνδα
- στρεπτ-ίνδᾰ, Adv., a game in which a piece of money, shell, or the like , being laid down, was to be struck by anotherA so as to be made to turn over, Id.9.110,117.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεπτίνδα — so as to be made to turn over indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτίνδα — Α επίρρ. παιχνίδι κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι παίκτες έστηναν στο έδαφος όρθιο ένα νόμισμα ή ένα όστρακο και τό σημάδευαν με ένα άλλο αντίστοιχο, έτσι ώστε να τό κάνουν να στραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ… … Dictionary of Greek